συλλογιμαίως

συλλογιμαίως
Μ
επίρρ. βλ. συλλογιμαιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συλλογιμαίως — συλλογιμαί̱ως , συλλογιμαῖος collected from divers places adverbial συλλογιμαί̱ως , συλλογιμαῖος collected from divers places masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιμαίος — αία, ον, Α αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν. β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.). επίρρ... συλλογιμαίως Μ με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”